- ἀνταποδοτικός
- ἀνταποδοτικόςbelonging tomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανταποδοτικός — ή, ό (Α ἀνταποδοτικός, ή, όν) (Γραμμ.) ανταποδοτικές αντωνυμίες οι συσχετικές, αυτές που έχουν σειρά από αντίστοιχους τύπους νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στην ανταπόδοση ή την χαρακτηρίζει αρχ. ο αμοιβαίος … Dictionary of Greek
ανταποδοτικός — ή, ό αυτός που ανταποδίδεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταποδοτικά — ἀνταποδοτικός belonging to neut nom/voc/acc pl ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc/acc dual ἀνταποδοτικά̱ , ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικῶν — ἀνταποδοτικός belonging to fem gen pl ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικόν — ἀνταποδοτικός belonging to masc acc sg ἀνταποδοτικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικαῖς — ἀνταποδοτικός belonging to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικαί — ἀνταποδοτικός belonging to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικοῖς — ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικοῦ — ἀνταποδοτικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδοτικῆς — ἀνταποδοτικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)